υδατογραφικός

υδατογραφικός
η , ό[ν] акварельный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υδατογραφικός" в других словарях:

  • υδατογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδατογραφία ή αυτός που έγινε με την τεχνική τής υδατογραφίας (α. «υδατογραφική μέθοδος» β. «υδατογραφικός πίνακας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς) …   Dictionary of Greek

  • υδατογραφικός — ή, ό επίρρ. ά που αναφέρεται στην υδατογραφία, που έγινε με υδατογραφία: Υδατογραφικός πίνακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»